- περίζωμα
- το, ΝΜΑ, και περίζωσμα Α [περιζώννυμι]κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που δένεται πίσω στη μέση και καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος από τη μέση ώς τα γόνατα, η ποδιά, η μπροστέλανεοελλ.1. ξύλινη ζώνη κατά μήκος τού πλοίου, δίπλα στην ίσαλο γραμμή, για να τό προστατεύει από προσκρούσεις κατά την επαφή του με την προβλήτα2. κάθε στεφάνη ή ζώνη σε οικοδομή που χρησιμεύει για ενίσχυση ή για διακόσμησηαρχ.φρ.1. «ἀσκῶ ἐκ περιζώματος» — έχω το εξωτερικό σημάδι μιας τέχνης, τήν ασκώ αδέξια και επιπόλαια2. «ἐν περιζώματι κινδυνεύω» — πολεμώ ελαφρά οπλισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.